Η πάλη εμφανίστηκε σε όλους τους πολιτισμένους λαούς της αρχαιότητας και αποτέλεσε βασικό μέσο αγωγής για τους νέους, ιδιαίτερα στην αρχαία Ελλάδα. Η πάλη για τους Έλληνες ήταν ενδεικτικό της δύναμης , της αντοχής ,της επιμονής , της καρτερικότητας, της ανθεκτικότητας, αλλά και της εξυπνάδας. Απαιτούσε σώμα ευκίνητο ευλύγιστο, δυνατό να υποφέρει και να υπομένει.
Σε παραστάσεις τοιχογραφιών και ανάγλυφων βλέπουμε άνδρες να παλεύουν. Επίσης στη Μινωική εποχή η πάλη ήταν γνωστή, παραστάσεις κοσμούσαν τους τοίχους των ανακτόρων και απέδιδαν εύστοχα τη μυολογία και την ένταση του αγώνα. Η πάλη στην Κρήτη είχε χαρακτήρα ειρηνικό και οι αθλητές φορούν ειδικά ενισχυμένα κράνη με παραγναθίδες άγνωστα στους πολεμιστές. Στη Μυκηναϊκή Ελλάδα ο χαρακτήρας της κοινωνίας είχε εντονότερη πολεμική χροιά, οι Μυκηναΐοι αντέγραψαν μερικά αθλητικά γυμνάσματα, την πυγμή και την πάλη. Αγγειογραφία του 13ου αι. π.χ. αποδεικνύει ότι Μυκηναΐοι άποικοι μετέφεραν την πάλη στην Κύπρο.
Η έφεση για την άθληση είναι διάχυτη και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Η αγάπη για την άθληση κυριαρχεί παντού. Η πάλη είναι ένα από τα αγωνίσματα που περιγράφονται στην Ιλιάδα (ψ256-ω6), στα άθλα επί Πατρόκλω τρίτο κατά σειρά. Αντίπαλοι είναι ο Οδυσσέας ο οποίος χαρακτηρίζεται για την τεχνική του και ο Αίας για την δύναμή του. Στην όρθια πάλη νικητής είναι αυτός που θα ρίξει τον αντίπαλο στο χώμα. Ο Αχιλλέας διακρίνει πως και οι δύο είναι ισάξιοι αθλητές και απένειμε και στους δύο βραβείο.