Για την Ελλάδα ήταν ίσως, το γεγονός του αιώνα. Η κρίση δεν υπήρχε -αν και ερχόταν ολοταχώς- και η Αθήνα είχε αναλάβει αυτό που κάθε Έλληνας ήθελε. Εκτός, από κάποιες εξαιρέσεις. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες επέστρεφαν σπίτι τους, μετά το 1896 και μετά την -ταπεινωτική για εμάς- ανάθεση στην Ατλάντα το 1996. Η Αθήνα ήταν έτοιμη, η Ελλάδα ήταν έτοιμη και όλος ο πλανήτης παραδέχθηκε πως η διοργάνωση που κάναμε ήταν η καλύτερη όλων των εποχών. Διαψεύσαμε τις Κασσάνδρες, αλλά τις επιβεβαιώσαμε περίτρανα αργότερα.
Σαν σήμερα, έγινε η τελετή έναρξης, ίσως η κορυφαία όλων των εποχών. Όχι επειδή την κάναμε εμείς, αλλά επειδή το παραδέχθηκαν όλοι. Συγκινητική, εμπνευσμένη, ιστορικά πλούσια, τεχνικά άρτια. Οι Αγώνες γύρισαν στο σπίτι τους, αυτό και μόνο ήταν αρκετό. Ο Νίκος Κακλαμανάκης άναψε την φλόγα, στη θέση του Κώστα Κεντέρη, ο οποίος συμμετείχε σε μία από τις τραγικότερες αθλητικές ιστορίες όλων των εποχών. Από αθλητής-Θρύλος έγινε αποδιοπομπαίος τράγος μέσα σε λίγες ώρες και κανείς δεν ασχολήθηκε με την τελική δικαίωσή του.
Οι Έλληνες ήμασταν υπερήφανοι, αλλά και μουδιασμένοι. Το ηθικό στα ουράνια. Είχε προηγηθεί και η εξωφρενική κατάκτηση του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου και πιστεύαμε ότι ο Όλυμπος άνοιξε και πάλι τις πύλες του. Η πραγματικότητα, όμως, μας προσγείωσε πολύ άτσαλα. Δέκα χρόνια μετά, δεν υπάρχει τίποτα να θυμίζει αυτό το πρόσκαιρο μεγαλείο. Η χώρα είναι οικονομικά κατεστραμμένη, το ηθικό των Ελλήνων πιο κάτω από τα Τάρταρα και τα στολίδια των Ολυμπιακών Αγώνων έχουν μετατραπεί σε ρημαγμένα σκουπιδαριά. Εικόνες ντροπής και αίσχους για μια χώρα που έκανε το ακατόρθωτο, αλλά μετά δεν μπόρεσε να το συντηρήσει.
10 χρόνια πέρασαν κιόλας από τις ιστορικές ημέρες του 2004. Οι μνήμες μένουν, αλλά η πραγματικότητα είναι ωμή και σκληρή.